Η Αρχόντισσα του Βορρά!
Η Καστοριά είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δυτικής Μακεδονίας. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο της ομώνυμης λίμνης, σε υψόμετρο 703 m από την επιφάνεια της θάλασσας, ανάμεσα στα βουνά Βίτσι και Γράμμο. Περιβάλλεται από τη λίμνη της και συνδέεται με την ξηρά μέσω μιας ευρύτερης λωρίδας γης από επιχωματώσεις, δίνοντας την εντύπωση νησιού. Είναι μία από τις τις πιο παλιές και όμορφες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας! Στην μακραίωνη ιστορία της, μιάμιση χιλιετία από κτίσεως και δύο χιλιετίες από οικήσεως, γνώρισε πολιορκίες και κατακτήσεις από Βουλγάρους, Νορμανδούς και Τούρκους, διατηρώντας όμως μέχρι σήμερα ένα σημαντικό αριθμό βυζαντινών εκκλησιών, κειμηλίων και αρχοντικών ως τεκμήρια της κατά καιρούς ακμής της, λόγω της επιτυχημένης εμπορίας και διακίνησης των γουναρικών σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης.
Η τέχνη της γουναρικής
Η τέχνη των καστοριανών γουνοποιών συνιστάται στην ειδική επεξεργασία των χορδάδων (αποκομμάτων δερμάτων, αυτά δηλαδή που αποκόπτονταν από άλλους ως φύρα) που χειρίζονται με μοναδικό τρόπο και με ιδιαίτερη τεχνική.( Λόγω της μεγάλης ζήτησης των γουναρικών, απαγορεύτηκε για κάποια χρονική περίοδο η χρήση τους με σουλτανικό διάταγμα το 1713 γιατί επήλθε «σπάνις γουνών». Τότε (18ος αι.) ανέκυψε η ανάγκη να χρησιμοποιηθούν τα αποκόμματα για να καλύψουν τη μεγάλη ζήτηση. Πρόκειται για συρραφή μικρών τεμαχίων που κόβονται σε μικρότερες λωρίδες και υπολωρίδες για να επιτευχθεί ο ομοιόμορφος, ελκυστικός, εντυπωσιακός και ενιαίος φυσικός χρωματισμός, η επιθυμητή φορά του τριχώματος (διαλογέας, κόφτης, χρωματιστάς, που ξεχώριζε κατά χρώματα τα κομμάτια τού δέρματος, αλλά και κατά είδος (ζερβά ποδαράκια, δεξιά ποδαράκια, γιατί δεν χρησιμοποιούνταν μαζί στο ίδιο παλτό, κεφάλια, ουρές κτλ.) (για παράδειγμα το μαύρο γουναρικό υπήρχε σε δέκα και περισσότερες αποχρώσεις), καμπαντοσύνη (ίδια φορά τριχώματος), συρραφή σε ειδικές μηχανές, σταματωτάς (σταματώνω, βρέχω και τανύζω τα δέρματα) σε ξύλινες τάβλες (σταματούρα) και έκθεση στον ήλιο συρραμένων κομματιών) κ.α. μέχρι το τελικό προϊόν. Όλα αυτά κατέστησαν τις γούνες της Καστοριάς περιζήτητες στην παγκόσμια αγορά και προσέδωσαν στην πόλη τη γνωστή της φήμη και την οικονομική, κατά καιρούς, ευεξία της. Το χαμηλό κόστος των χορδάδων, ο καταμερισμός της εργασίας, η εξιδίκευση με πρώτιστη του χρωματιστά κάνανε περιζήτητες τις γούνες τις Καστοριάς ως αληθινά κομψοτεχνήματα.
Τα αρχοντικά της Καστοριάς
Δείγματα της λαμπρής άνθησης της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων της Καστοριάς κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα του 18ουαι. (1710-1726) και (1760 ως το τέλος του αιώνα) αποτελούν τα πολυάριθμα πανύψηλα αρχοντικά της καμωμένα για τις βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της. Ήταν τότε που υπογράφηκαν διάφορες διεθνείς συνθήκες και επεκράτησε ειρήνη και ελευθερία επικοινωνίας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ως οικιστικό σύνολο. Με εσωτερικούς χωρισμένους λειτουργικούς χώρους, εσωτερικές διακοσμήσεις, περίτεχνα ξυλόγλυπτα στα σανιδώματα στις οροφές, πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες υψηλής αισθητικής, ζωφόρους κατάκοσμους, πλήθος φυτομορφικών διακοσμήσεων και ρόμβων δημιουργούν και συνθέτουν ένα ιδιότυπο εσωτερικό χώρο, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στην Καστοριά, ένα ιδιότυπο Μακεδονικό ρυθμό. Είναι κατ΄εξοχήν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας. Ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν τριώροφα και τετραώροφα, όταν δεν υπήρχε κλίση ήταν μόνο το ισόγειο, το μεσοπάτωμα και ο όροφος. Τα μεγάλα σπίτια για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα που οι Τούρκοι τα αποκαλούσαν «κιρκ πεντζέρ» (=σαράντα παραθύρια).
Η Καστοριά με τις περίπου 60 εκκλησίες της είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που σώζει σε μεγάλο βαθμό αδιάλειπτα τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνήμη. Με εξαίρεση το Άγιον Όρος, μόνο στην Καστοριά υπάρχουν φορητές εικόνες της Κρητικής Σχολής και μάλιστα πρώιμης χρονολογίας. Οι εκκλησίες, οι τοιχογραφίες, οι φορητές εικόνες και τα αρχοντικά, είναι μάρτυρες οικονομικής ακμής και πολιτισμού σχεδόν 10 αιώνες περίπου. H ανέγερση των εκκλησιών της Καστοριάς, όπως του Αγίου Γεωργίου 1085 από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό συνεχίστηκε από μια πλειάδα της εκάστοτε μακραίωνης τοπικής αριστοκρατίας ως κτητόρων, όπως π.χ. των Αγίων Αναργύρων και του Νικολάου Κασνίτζη. Το μοναστήρι της Μαυριώτισσας του 11ου αιώνα είναι τοιχογραφημένο και στην εξωτερική όψη, όπως συνηθίζεται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Στις τοιχογραφίες του ναού, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν αφαιρεθεί τα μάτια από όλα τα εικονιζόμενα πρόσωπα.
Μερικές από τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες που σώζονται σήμερα στη Καστοριά είναι οι: