Α.Ε.Β.Α.Λ.

Ανώνυμη Ελληνική Βιομηχανία Αζωτούχων Λιπασμάτων.

Πληροφορίες

Α.Ε.Β.Α.Λ.

Το Βιομηχανικό Συγκρότημα παραγωγής Αζωτούχων Λιπασμάτων της Πτολεμαΐδας κατασκευάστηκε με δαπάνες του ελληνικού Δημοσίου από την κοινοπραξία UHDE/CASALE.

Η ανέγερση του συγκροτήματος τελείωσε τον Νοέμβριο του 1963, οπότε άρχισε η δοκιμαστική λειτουργία που κράτησε μέχρι την 30/4/1965. Η παραλαβή του συγκροτήματος από το Ελληνικό Δημόσιο πραγματοποιήθηκε κατά τον Απρίλιο του 1965.

Στις 31/12/1964 το εργοστάσιο με όλες τις εγκαταστάσεις του μεταβιβάστηκε στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ), με κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού και Βιομηχανίας.

Στις 15/9/1965 η ΕΤΒΑ ίδρυσε την ΑΕΒΑΛ με μετοχικό κεφάλαιο 1.400.000.000 δρχ., η οποία ανέλαβε την λειτουργία του εργοστασίου υπό δική της ευθύνη, με έδρα της εταιρείας την Πτολεμαΐδα. Σκοπός της ίδρυσης της ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαΐδα ήταν η αξιοποίηση του τοπικού παραγόμενου λιγνίτη με την εξαέρωση του οποίου παραγόταν αμμωνία, η οποία αποτελεί την κυριότερη ενδιάμεση πρώτη ύλη της λιπασματοβιομηχανίας λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε άζωτο (82%). Τα προϊόντα της ΑΕΒΑΛ από το 1964 μέχρι και τα μέσα του 1995 ήταν αζωτούχα λιπάσματα (νιτρικά) τα οποία παράγονταν εξ ολοκλήρου από Αμμωνία (ΝΗ3) η οποία για το λόγο αυτό είχε χαρακτηριστεί ως προϊόν στρατηγικής σημασίας. Μετά τα μέσα του 1995 και μέχρι το πλήρες κλείσιμο της μονάδας τον Ιούλιο του 1997, η εταιρεία παρήγαγε και σύνθετα λιπάσματα, όχι όμως σε μεγάλες ποσότητες.

Μέχρι το 1985 όλη την παραγωγή της ΑΕΒΑΛ την απορροφούσε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (ΑΤΕ).

Από το 1985 μέχρι και την 1/5/1992, ημερομηνία απελευθερώσεως της αγοράς λιπασμάτων, την παραγωγή της ΑΕΒΑΛ απορροφούσε υποχρεωτικά η ΣΥΝΕΛ ΑΕ, που είναι συνεταιριστική εταιρεία μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας και Συνεταιρισμών. Ο καθορισμός από το Δημόσιο των τιμών αγοράς λιπασμάτων από τις ελληνικές βιομηχανίες (EX FACTORY) μέσω της ΣΥΝΕΛ ΑΕ μέχρι τις 30/4/92, γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 760/48 με βάση την απολογιστική κοστολόγηση. Μετά την απελευθέρωση της αγοράς λιπασμάτων την 1/5/1992 και την κατάργηση του νόμου 760/48 η ΑΕΒΑΛ διέθεσε την παραγωγή της στην εσωτερική αγορά μόνη της, μέχρι τις 30/9/1993. Από 1/10/93 και μέχρι τον Ιούλιο του 1997 διέθετε όλη την παραγωγή της μέσω ΣΥΝΕΛ. Καθώς περνούσαν τα χρόνια η εταιρεία δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο να ανταγωνιστεί τόσο τις εγχώριες όσο και τις ξένες λιπασματοβιομηχανίες, διότι το δικό της προϊόν ήταν συγκριτικά ακριβότερο από των άλλων. Η αιτία ήταν το υψηλό κόστος παραγωγής λόγω του απαρχαιωμένου τμήματος παραγωγής αμμωνίας και ο μεγάλος αριθμός εργαζομένων. Άλλες αιτίες που έχουν επισημανθεί είναι ο προστατευτισμός του Δημοσίου και η καλλιέργεια δημοσιοϋπαλληλικής κουλτούρας, καθώς και η απόλυτη σύγχυση των προγραμμάτων εκσυγχρονισμού σε σχέση με τους στόχους της εταιρείας.

Έτσι μετά το 1985 κρίθηκε αναγκαίο να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα εξυγίανσης , που στην πρώτη φάση του περιελάμβανε τη διακοπή λειτουργίας των αντιοικονομικών μονάδων παραγωγής θειικού οξέος και θειικής αμμωνίας. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τέθηκε ως στόχος η σταδιακή διακοπή της λειτουργίας όλου του συγκροτήματος αμμωνίας, που θα συνοδευόταν από την ανάλογη μείωση του προσωπικού. Δυστυχώς όμως η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε γιατί τον Ιούνιο του 1991 η ΔΕΗ σταμάτησε να ηλεκτροδοτεί το εργοστάσιο, επειδή η ΑΕΒΑΛ αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη της προς αυτήν. Η κατάσταση αυτή προέκυψε, διότι η ΣΥΝΕΛ ΑΕ δεν εξοφλούσε τις δικές της οφειλές προς την ΑΕΒΑΛ. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν η μονάδα να πάψει να λειτουργεί για 7 μήνες περίπου και η εταιρεία να υποστεί τεράστια οικονομική ζημιά , που ανέρχεται σε 1,5 δις δρχ. Για να μπορέσει λοιπόν να επαναλειτουργήσει η ΑΕΒΑΛ κατέβαλε στη ΔΕΗ το ποσό των 220 εκατ. δρχ. Παρά τις προσπάθειες αυτές όμως, το εργοστάσιο έπαψε να λειτουργεί από το 1997 και όλο σχεδόν το προσωπικό απολύθηκε.

Η ΕΤΒΑ για να περιορίσει την ζημιά και για να ξεπληρώσει τα χρέη της εταιρείας, κυρίως προς τη ΔΕΗ, άρχισε, μετά από άκαρπες προσπάθειες να την πουλήσει την διαδικασία πλειστηριασμού. Συγκεκριμένα έγιναν τρεις προσπάθειες πλειστηριασμού, αρχικά ολόκληρης της ΑΕΒΑΛ, και μετά την αποτυχία τους ξεκίνησαν πλειστηριασμοί για την τμηματική της πώληση. Αλλά και αυτές οι προσπάθειες δεν έδωσαν αποτελέσματα.

Το κλείσιμο της ΑΕΒΑΛ είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχτεί η οικονομική ισορροπία και η ανάπτυξη της περιοχής, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν την οριστική διακοπή της λειτουργίας της απασχολούνταν σε αυτήν πάνω από χίλια άτομα. Γι` αυτό και από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρθηκε για την τύχη της ο Δήμος Πτολεμαΐδας. Αρχικά έγιναν προσπάθειες να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο, κάτι που όμως αποδείχτηκε αδύνατο. Στη συνέχεια ο Δήμος ενδιαφέρθηκε για την απόκτηση των εγκαταστάσεων και την αξιοποίησή τους προς όφελος των κατοίκων. Στην προσπάθειά του να πετύχει τη μεταβίβαση σε αυτόν του χώρου και της κινητής περιουσίας της ΑΕΒΑΛ ο Δήμος συνεργάστηκε με το Υπουργείο Ανάπτυξης, τη διεύθυνση της ΕΤΒΑ και όλους τους τοπικούς φορείς. Το σχέδιο προέβλεπε την ένταξη των προτεινόμενων αναπτυξιακών δράσεων σε διάφορα προγράμματα και κυρίως στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Ο Δήμος άλλωστε θεωρεί το χώρο της ΑΕΒΑΛ αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης της Πτολεμαΐδας και γι` αυτό το λόγο κατέθεσε μια σειρά από προτάσεις για την αξιοποίηση των εγκαταστάσεών της, προβλέποντας ότι έτσι θα μπορούσε να δοθεί λύση στο πρόβλημα της ανεργίας και να συνεχιστεί η πορεία ανάπτυξης, ακόμα και μετά την εποχή του λιγνίτη.

Τελικά ο Δήμος πέτυχε να αποκτήσει την ΑΕΒΑΛ (Τοπικός Πόρος Ανάπτυξης 2ο ΕΑΠ), ενώ παράλληλα η ΔΕΗ υποχώρησε στις απαιτήσεις της και παρέγραψε τα παλιά χρέη της εταιρείας.






Gallery


Video